- ζῳογόνα
- ζῳογόνος 1neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωογόνα — ζωογόνος 2 neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογόνος — α, ο 1. αυτός που δίνει ζωή: Ζωογόνα αύρα, πνοή. 2. εμψυχωτικός: Ζωογόνα πίστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωογόνος — (θηλ. και ζωογόνα), ο (AM ζωογόνος, ον) 1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός 2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν. β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.) 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές … Dictionary of Greek
Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek